- καργάρισμα
- το [καργάρω]1. υπερπλήρωση, υπερχείλιση, παραγέμισμα, ξεχείλισμα2. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα3. υπερένταση, τέντωμα, τσίτωμα4. σφίξιμο, δυνατή περίσφιγξη, μάγγωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεζάρισμα — το, ατος τέντωμα, καργάρισμα: Το πανί έχει τεζάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίτωμα — το, ατος 1. ένταση, τέντωμα, τεζάρισμα, καργάρισμα: Τσίτωμα του σκοινιού. 2. μτφ., υπερένταση των δυνάμεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερπλήρωση — η υπερβολικό γέμισμα, το παραγέμισμα, το καργάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)